Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Η μελέτη των γλωσσών του κόσμου.
Άβαταρ μέλους
Adminović
Sloboda Narodu
Sloboda Narodu
Δημοσιεύσεις: 15193
Τοποθεσία: F.R. Liberland

Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό Adminović » 07 Σεπ 2019, 08:55

Σήμερα θα αναλύσουμε κάποιες λέξεις που φέρονται να σχετίζονται μεταξύ τους και να προέρχονται από κοινή ΙΕ ρίζα των σλάβικων, γερμανικών και βαλτικών γλωσσών (μιας και συναντώνται -με παραπλήσιες έννοιες- σε όλες αυτές τις γλώσσες).

Η λέξη μπούτσα, που στις χώρες τις Βαλτικής σημαίνει κεφάλι ή στόμα, σε σλάβικες χώρες του βορρά σημαίνει κεφάλι ή στόμα ή μάγουλο, στις σλάβικες χώρες των Βαλκανίων σημαίνει κεφάλι, εξόγκωμα ή κολοκύθα.
http://hjp.znanje.hr/index.php?show=sea ... f15hWRI%3D

Σχετική είναι και η λέξη μπότσα, που σημαίνει φιάλη/μπουκάλι ή μπάλα, καθώς και το όμπουτσα, που σημαίνει παπούτσι (θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως «περίβλημα γύρω από το εξόγκωμα»).

Μπούτσκος, που το συναντάμε και σαν επώνυμο στην Μακεδονία (πχ η υποψήφια βουλευτής με τη ΝΔ στη Φλώρινα, Λεμονιά Μπούτσκου), σημαίνει «χοντρούλης» και σχετίζεται με τα ανωτέρω.

Στις γερμανικές χώρες βρίσκουμε το ρήμα πούτσεν (παλαιότερα μπούτσεν) ή πούτσα, που σημαίνει περιποιούμαι το πρόσωπο / κεφάλι.
https://en.wiktionary.org/wiki/putzen#German
https://en.wiktionary.org/wiki/putsa#Swedish
https://en.wiktionary.org/wiki/poetsen#Dutch
0 .
Ο ψεκασμός είναι υγεία, είναι πολιτισμός!

Σκοτώνει βακτήρια, ιούς, μύκητες, ζιζάνια, καθώς και πάσης φύσεως παράσιτα
. :yesyes:

Άβαταρ μέλους
taxalataxalasa
Basic poster
Basic poster
Δημοσιεύσεις: 581

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό taxalataxalasa » 01 Νοέμ 2022, 17:17

εξηγησε μας και το Μπογάτς(α)... με τυρί ή κρέμα... δεν έχει σημασία...
0 .

Άβαταρ μέλους
Adminović
Sloboda Narodu
Sloboda Narodu
Δημοσιεύσεις: 15193
Τοποθεσία: F.R. Liberland

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό Adminović » 12 Νοέμ 2022, 05:34

taxalataxalasa έγραψε:εξηγησε μας και το Μπογάτς(α)... με τυρί ή κρέμα... δεν έχει σημασία...


Αυτό δεν σχετίζεται με όσα έγραφα πιο πάνω.

Είτε είναι λατινικής προέλευσης και σημαίνει ψημένο φύλλο (φοκάτσια) είτε είναι από το σλαβικό μπογκατ - μπογκατσένια και σημαίνει "γεμιστό" ή "εμπλουτισμένο".
Δοθέντος ότι το έδεσμα κυκλοφορεί στις σλαβικές χώρες των Βαλκανίων, μάλλον η σλαβική ετυμολογία ισχύει.

https://worldofdictionary.com/dict/serb ... ning/bogat
0 .
Ο ψεκασμός είναι υγεία, είναι πολιτισμός!

Σκοτώνει βακτήρια, ιούς, μύκητες, ζιζάνια, καθώς και πάσης φύσεως παράσιτα
. :yesyes:

Άβαταρ μέλους
taxalataxalasa
Basic poster
Basic poster
Δημοσιεύσεις: 581

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό taxalataxalasa » 12 Νοέμ 2022, 07:52

Adminović έγραψε:
taxalataxalasa έγραψε:εξηγησε μας και το Μπογάτς(α)... με τυρί ή κρέμα... δεν έχει σημασία...


Αυτό δεν σχετίζεται με όσα έγραφα πιο πάνω.

Είτε είναι λατινικής προέλευσης και σημαίνει ψημένο φύλλο (φοκάτσια) είτε είναι από το σλαβικό μπογκατ - μπογκατσένια και σημαίνει "γεμιστό" ή "εμπλουτισμένο".
Δοθέντος ότι το έδεσμα κυκλοφορεί στις σλαβικές χώρες των Βαλκανίων, μάλλον η σλαβική ετυμολογία ισχύει.

https://worldofdictionary.com/dict/serb ... ning/bogat


Νομίζω πως η πρώτη επιλογή είναι σχετικότερη, διό,τι:

Από το πρωτοσλαβικό *pogača, το οποίο με την σειρά του από το μεσαιωνικό λατινικό focacea, focacia, παράγωγο του focus* («εστία, τζάκι»), με την έννοια «ψωμί εστίας» (panis focācius). Συγγενής με την ιταλική focaccia («ένα είδος πλακέ ψωμιού με γαρνιτούρες»), όπως ήδη έγραψες

*focus

• Η προέλευση είναι αβέβαιη. Συνήθως συνδέεται με τα παλαιοαρμενικά μπոց (bocʿ).

• Κάποιοι το συνδέουν μαζί με faciēs, facētus, fax στο πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *bʰeh₂- («να λάμπω»). Σε αυτήν την περίπτωση, σε επίπεδο ρίζας συγγενικό με τα σανσκριτικά भाति (bhā́ti), τα αρχαία ελληνικά φαίνω (phaínō, «λάμπω») κ.λπ.

Συνώνυμο
(φωτιά): ignis, εξού και και το «ελληνικό» :whistle: όνομα Ιγνάτιος που κανονικά θάπρεπε να λέγεται Φούφουτος :s_cool , αφού....

στα απόγονα παράγωγα του Focus είναι τα:
• Βαλκανό-ρωμαντικά:
→ Αρωμάνικα: foc
→ Ίστρο-ρωμανικά: foc
→ Μεγληνο-ρωμανικά: foc
→ Ρωμανικά: foc

• Ίβερο-ρωμαντικά:
→ Αραγωνικά: fuego
→ Αστούριας: fueu, fuegu, ḥuego
→ Extremaduran: hueu
→ Mirandese: fuogo
→ Παλαιά Πορτογαλικά: fogo
→ → Fala: fogu
→ → Γαλικιανά: fogo
→ → Πορτογαλικά: fogo
→ → → Κρεολική Γουινέα-Μπισάου: fugu
→ → → Kabuverdianu: fogu
→ → → Κορλάι κρεολικά πορτογαλικά: fogo
→ → → Kristang: fogu
→ → → Μακανεζικά: fogo
→ Ισπανικά: fuego

• Γαλλο-Ιταλικά:
→ Emilian: fûg
→ Λιγουρία: fêugo
→ Lombard: fœg, fœi, fœv
→ Πιεμόντε: feu, feug
→ Romagnol: Fug, Fóg (Faenza, Imola)
→ Βενετσιάνικο: fógo, fóg
→→ Βυζαντινά Ελληνικά: φουγκού (phounkoú)
→→ τουρκ.: fufu
→→ Νεο-Ελληνικά: φουφού (φουφού) και εξού Φούφουτος ή Φουφουτός = Ιγνάτιος.

.... και άλλα διάφορα δανεικά και αγύριστα ολούθε μεχρί και στο → Russian: фо́кус (fókus) και το → Finnish: fokus

__________________

Αυτό που αναφέρεις ως bogat έχει δύο πιθανές ρίζες κατά την ΠΙΕ ετυμολόγηση.

Α. Προέρχεται από το πρωτο-ινδοευρωπαϊκό *bʰeh₂g- («διαίρεση»).
Τα συγγενή περιλαμβάνουν τα σανσκριτικά भग (bhaga, "ευτυχία, ευημερία, ευημερία"), Avestan (baga, "μερίδιο"), Tocharian A pāk ("μέρος, μερίδα, μερίδιο").
*bȍgъ m

1. share
Synonyms: *doľa, *čęstь

2. cut
Synonym: *doľa

3. wealth
Synonyms: *gobigъ, *gobino, *gobina
Antonym: *běda

4. luck
Synonym: *sъčęstьje
Antonym: *nesъčęstьje

*čь̀rnъ bȍgъ ― bad luck
*bě̃lъ bȍgъ ― good luck

και

Β. Κατά συναίνεση, σημασιολογικό δάνειο από τις σκυθικές γλώσσες. Ο Ζωροαστρισμός, η νέα θρησκεία των Ιρανών, δαιμονοποίησε τις αρχικές παγανιστικές θεότητες (σύγκρινε τα σανσκριτικά (deva, «θεός»): Avestan (daēuua, «δαίμονας»). Κατά τη λεγόμενη ιρανική αντιστροφή (πρωτοσλαβο-ιρανικές επαφές), οι ίδιες θρησκευτικές αλλαγές σημειώθηκαν μεταξύ των Πρωτοσλάβων και η αρχική λέξη (*deiwos ή παρόμοια) για τον «θεό, god» αντικαταστάθηκε από το *bogъ. Η αλλαγή του νοήματος στο ιρανικό έδαφος ήταν η εξής: «πλούτος» > «παροχέας πλούτου» > «θεός». Δείτε επίσης *divъ.

Τα σημασιολογικά συγγενή περιλαμβάνουν τα παλαιά περσικά (BG /baga/, "θεός"), Avestan (baγa, "θεός").

Εκεί στην Αραχωσιά τα ξέρανε καλά τα παλαιά περσικά... ;) αλλά δεν νομίζω να έχει σχέση με το φουρνιστό έδεσμα γνωστό ως μπογάτσα ή μπούρεκ όπως το λένε στα βαλκανοχώρια.

________________________________

ΥΓ. Για κάτι τέτοια στριπτιζόματα με στείλανε για μπάνιο, οι κομπλεξικοί και ήρθα να λιαστώ στην δική σου παραλία...
Διότι τα αρχαία μαχερόνια μας δεν τρώγανε μπουγάτσα όπως νομίζουν τα νέα ντεμεκομακεντόνια του σήμερις a.k.a. Αφρολέξ-ανδροι :rolll:


Θα ανοίξω άλλο θέμα, αυθεντικό, για γίνει λίγο κουαντικός τεελε-τζερτζελές επειδή μπανάρανε τον γάτο και χορέψαν τα αρούρια στο άλλο τσαρδί. Αλλά όπως έιπε ο βλάμης του προ3 πάππου: όταν γυρίσω θα τους fαμήσω άνευ σάλιου.... για να γελάσει ο κάθε πικραμμένος στούρνος.
0 .

Άβαταρ μέλους
Adminović
Sloboda Narodu
Sloboda Narodu
Δημοσιεύσεις: 15193
Τοποθεσία: F.R. Liberland

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό Adminović » 12 Νοέμ 2022, 08:47

taxalataxalasa έγραψε:
Adminović έγραψε:
Αυτό δεν σχετίζεται με όσα έγραφα πιο πάνω.

Είτε είναι λατινικής προέλευσης και σημαίνει ψημένο φύλλο (φοκάτσια) είτε είναι από το σλαβικό μπογκατ - μπογκατσένια και σημαίνει "γεμιστό" ή "εμπλουτισμένο".
Δοθέντος ότι το έδεσμα κυκλοφορεί στις σλαβικές χώρες των Βαλκανίων, μάλλον η σλαβική ετυμολογία ισχύει.

https://worldofdictionary.com/dict/serb ... ning/bogat


Νομίζω πως η πρώτη επιλογή είναι σχετικότερη, διό,τι:

Από το πρωτοσλαβικό *pogača, το οποίο με την σειρά του από το μεσαιωνικό λατινικό focacea, focacia, παράγωγο του focus* («εστία, τζάκι»), με την έννοια «ψωμί εστίας» (panis focācius). Συγγενής με την ιταλική focaccia («ένα είδος πλακέ ψωμιού με γαρνιτούρες»), όπως ήδη έγραψες



Σεβαστή η θέση σου, αλλά κατά τη γνώμη μου η σλαβική ετυμολογία είναι πιο σωστή. Η λέξη μπογκάτσα (Богача) υπάρχει και στα ρωσικά και σημαίνει "πλούσια" ή "γεμάτη". Δεδομένου κι ότι η μπουγάτσα είναι κάτι που έχει γέμιση και όχι σε στυλ ψωμιού.

Αν ήταν λατινικής προέλευσης, θα το συναντούσες κυρίως σε λατινοφωνες περιοχές και όχι σε σλαβόφωνες.
0 .
Ο ψεκασμός είναι υγεία, είναι πολιτισμός!

Σκοτώνει βακτήρια, ιούς, μύκητες, ζιζάνια, καθώς και πάσης φύσεως παράσιτα
. :yesyes:

Άβαταρ μέλους
taxalataxalasa
Basic poster
Basic poster
Δημοσιεύσεις: 581

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό taxalataxalasa » 12 Νοέμ 2022, 09:02

Adminović έγραψε:
taxalataxalasa έγραψε:
Νομίζω πως η πρώτη επιλογή είναι σχετικότερη, διό,τι:

Από το πρωτοσλαβικό *pogača, το οποίο με την σειρά του από το μεσαιωνικό λατινικό focacea, focacia, παράγωγο του focus* («εστία, τζάκι»), με την έννοια «ψωμί εστίας» (panis focācius). Συγγενής με την ιταλική focaccia («ένα είδος πλακέ ψωμιού με γαρνιτούρες»), όπως ήδη έγραψες



Σεβαστή η θέση σου, αλλά κατά τη γνώμη μου η σλαβική ετυμολογία είναι πιο σωστή. Η λέξη μπογκάτσα (Богача) υπάρχει και στα ρωσικά και σημαίνει "πλούσια" ή "γεμάτη". Δεδομένου κι ότι η μπουγάτσα είναι κάτι που έχει γέμιση και όχι σε στυλ ψωμιού.

Αν ήταν λατινικής προέλευσης, θα το συναντούσες κυρίως σε λατινοφωνες περιοχές και όχι σε σλαβόφωνες.



Ναι, αλλά στην ρίζα των σλαβόφωνων πάμε στην έννοια του θεϊκού - δεϊκού από το bog* που δίνει τις έννοιες, «πλούσιο, γεματό, πλήρης».
Αν ήταν από το bogat από την γέμιση θα επικρατούσε μάλλον η λέξη долма ή сарма ή έστω το бурeк που είναι και σχετικό με το бурка - μπούρκα που φοράνε οι γυναίκες στο ισλάμ και είναι σαν ντολμάδες υφάσματος γεμιστούς με ζωντανή γυναίκα...
μπουγάτσα με γυναικά... :laugh1:

όλα όσα γράφεις και γράφονται είναι σεβαστά και μόνο επειδή χαλούμε τον χρόνο μας να απαντάμε... αυτό από μόνο του είναι σεβαστό... :hat44:

ενιγουέι... ο αλέκος δεν έτρωγε μπουγάτσα... αυτό είναι το μόνο σίγουρο... και μάθημα για τους αφρολέξ-ανδρους :yesyes:
0 .

Άβαταρ μέλους
Adminović
Sloboda Narodu
Sloboda Narodu
Δημοσιεύσεις: 15193
Τοποθεσία: F.R. Liberland

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό Adminović » 12 Νοέμ 2022, 09:20

taxalataxalasa έγραψε:Ναι, αλλά στην ρίζα των σλαβόφωνων πάμε στην έννοια του θεϊκού - δεϊκού από το bog* που δίνει τις έννοιες, «πλούσιο, γεματό, πλήρης».
Αν ήταν από το bogat από την γέμιση θα επικρατούσε μάλλον η λέξη долма ή сарма ή έστω το бурeк που είναι και σχετικό με το бурка - μπούρκα που φοράνε οι γυναίκες στο ισλάμ και είναι σαν ντολμάδες υφάσματος γεμιστούς με ζωντανή γυναίκα...
μπουγάτσα με γυναικά... :laugh1:


Αυτά που αναφέρεις είναι τουρκικά.
Οι Σλάβοι είχαν την δική τους κουζίνα πολύ πριν την έλευση των Τούρκων.
Και σε πολλές περιπτώσεις οι Τούρκοι απλά αντέγραψαν ένα φαγητό από κάποιο λαό που είχαν κατακτήσει (και ρωμαίικα φαγητά), του έδωσαν τουρκικό όνομα και μετά έγινε ευρύτερα γνωστό με το τουρκικό όνομα.

ενιγουέι... ο αλέκος δεν έτρωγε μπουγάτσα... αυτό είναι το μόνο σίγουρο... και μάθημα για τους αφρολέξ-ανδρους :yesyes:


Απ' ό,τι λέγεται έτρωγε πολύ κρέας, όπως δηλαδή κάθε γνήσιος αρχαίος Έλλην.

Αλλά το θέμα μας εδώ δεν είναι οι συνήθειες του Μεγαλέκου (εκτός αν αυτό που έγραψες αναφερόταν στο αρχικό ποστ). :fico:
0 .
Ο ψεκασμός είναι υγεία, είναι πολιτισμός!

Σκοτώνει βακτήρια, ιούς, μύκητες, ζιζάνια, καθώς και πάσης φύσεως παράσιτα
. :yesyes:

Άβαταρ μέλους
taxalataxalasa
Basic poster
Basic poster
Δημοσιεύσεις: 581

Re: Μπούτσα, μπότσα, όμπουτσα, μπούτσκος, πούτσεν κλπ.

Δημοσίευσηαπό taxalataxalasa » 12 Νοέμ 2022, 15:15

Adminović έγραψε:
taxalataxalasa έγραψε:Ναι, αλλά στην ρίζα των σλαβόφωνων πάμε στην έννοια του θεϊκού - δεϊκού από το bog* που δίνει τις έννοιες, «πλούσιο, γεματό, πλήρης».
Αν ήταν από το bogat από την γέμιση θα επικρατούσε μάλλον η λέξη долма ή сарма ή έστω το бурeк που είναι και σχετικό με το бурка - μπούρκα που φοράνε οι γυναίκες στο ισλάμ και είναι σαν ντολμάδες υφάσματος γεμιστούς με ζωντανή γυναίκα...
μπουγάτσα με γυναικά... :laugh1:


Αυτά που αναφέρεις είναι τουρκικά.
Οι Σλάβοι είχαν την δική τους κουζίνα πολύ πριν την έλευση των Τούρκων.
Και σε πολλές περιπτώσεις οι Τούρκοι απλά αντέγραψαν ένα φαγητό από κάποιο λαό που είχαν κατακτήσει (και ρωμαίικα φαγητά), του έδωσαν τουρκικό όνομα και μετά έγινε ευρύτερα γνωστό με το τουρκικό όνομα.


To сарма έχει και ρωσσική ρίζα από τον δυνατό, κρύο άνεμο που πνέει κάτω από την κοιλάδα του ποταμού Σάρμα (που λειτουργεί ως φυσική σήραγγα ανέμου), φτάνοντας σε ισχύ τυφώνα (ξεριζώνοντας δέντρα) τη στιγμή που φυσά στη δυτική ακτή και στη λίμνη Βαϊκάλη. Παίζει και το сэнэтхьапэ (sănătḥāpă) που είναι την Adigejski jezik στον Καύκαυσο. Και η ρίζα sar* στα πρωτο-τούρκικα σημαίνει «στον άνεμο around (τριγύρω)». Δεν είναι και τόσο άσχετα για να λες ό,τι αυτά είναι τούρκικα και είναι κάτι άλλο.


Adminović έγραψε:
taxalataxalasa έγραψε:
Απ' ό,τι λέγεται έτρωγε πολύ κρέας, όπως δηλαδή κάθε γνήσιος αρχαίος Έλλην.


Αλλά το θέμα μας εδώ δεν είναι οι συνήθειες του Μεγαλέκου (εκτός αν αυτό που έγραψες αναφερόταν στο αρχικό ποστ). :fico:


Όσο για το ζωντανό κρέας το τρώγανε και οι Σκύθες (Ασκουζάι-Ισκουζάι) και το χανε ρίξει στό,τι τους έριξε την κατάρα των γυναικωτών η Αφροδίτα όταν καταστρέψαν τον ναό της στην αμμουρριά. Εκεί που βγαίνουν τα κρεμμυδάκια. Τα Ασκαλώνια.

Τα Σαρμαδάκια είναι Ασκουζάτα. ;)
0 .


Επιστροφή σε “Γλωσσολογία”