

Ακρίδης Κατσαριδόπουλος έγραψε:Ο Κριτόβουλος, ξεκινά το έργο του με μία επιστολή προς τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους προέβη στην ιστοριογραφική του αφήγηση. Αφού επαινεί τον σουλτάνο και μιλά με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια για εκείνον, συνεχίζει λέγοντας πως το εφαλτήριο για την συγγραφή του είναι η μαρτυρία τής μεγαλειότητας εκείνου. Θεωρεί, πως είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει περιγραφή των έργων τού σουλτάνου στην ελληνική γλώσσα, η οποία έχει το μεγαλύτερο κύρος. Η ιστορία τού Κριτόβουλου επεκτείνεται στα δεκαεπτά έτη βασιλείας τού Μωάμεθ, δήλαδη στην περίοδο από το 1451 έως το 1467. Συχνές είναι οι αναφορές τού συγγραφέως σε παράξενα υπερφυσικά σημεία, καθώς ο ίδιος ο Μωάμεθ υπήρξε έντονα προληπτικός. Η πίστη στο θέλημα τού Θεού, που άλλοτε ευνοεί και χαρίζει την εξουσία και άλλοτε την απομακρύνει, είναι κοινή τόσο στους Ρωμαίους όσο και στους Οθωμανούς.
Επίσης, ο Κριτόβουλος παραλληλίζει ιδιαιτέρως τον Μωάμεθ με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Πομπήιο και τον Καίσαρα, ενώ υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που συνηγορούν στο ότι ο σουλτάνος είχε ως ίνδαλμά του τον Αλέξανδρο. Ο Μωάμεθ παρουσιάζεται ως συστηματικός μελετητής τής επιστήμης και φιλοσοφίας, από τα συγγράμματα τα οποία είχαν μεταφραστεί στην περσική ή αραβική γλώσσα. Η ευγένεια και η καλλιέργεια τού Πορθητή, αλλά και η πολιτική του ευσυνειδησία, τονίζεται ιδιαιτέρως από τον Κριτόβουλο, ιδίως όταν εξιστορεί πως πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση, προσπαθούσε να πείσει τούς εχθρούς να υποταχθούν ειρηνικά, αποφεύγοντας την βία. Ωραιοποιώντας όσο γίνεται την εικόνα τού Πορθητή, ο Κριτόβουλος προβάλλει δικαιολογίες σχετικά με την -κάποιες φορές- άγρια συμπεριφορά του και τις σφαγές που πραγματοποίησε, λέγοντας πως είχε οργισθεί από την στάση των εχθρών
https://www.pemptousia.gr/2019/01/krito ... n-moameth/
Το Oθωμανικό καθεστώς: Βυζαντινές επιδράσεις
Oι περισσότερες ομοιότητες μεταξύ της οργανώσεως του βυζαντινού και του οθωμανικού κράτους, που επισημαίνουν κατά καιρούς ορισμένοι μελετητές, σε πολλές περιπτώσεις οφείλονται στο γεγονός ότι τόσο η βυζαντινή όσο και η οθωμανική αυτοκρατορία είχαν την ίδια γεωγραφική βάση, κυριάρχησαν πάνω στους ίδιους λαούς και υιοθέτησαν κοινές λύσεις σε ανάλογα προβλήματα που, όπως ήταν επόμενο, αντιμετώπισαν. Ο θεοκρατικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας και των δύο καθεστώτων δεν οφείλεται σε συνειδητή μίμηση των βυζαντινών θεσμών από τους Οθωμανούς, αλλά πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα παράλληλης αναπτύξεως των συγκεντρωτικών μοναρχικών παραδόσεων της Μέσης Ανατολής, που επηρέασαν τόσο τη βυζαντινή όσο και την σασσανιδική και αραβική μοναρχία των οποίων κληρονόμος υπήρξε το οθωμανικό κράτος. Πραγματικά πολλά από τα ελληνορρωμαϊκής και βυζαντινής προελεύσεως στοιχεία που επισημαίνονται, ιδίως στους τομείς της κρατικής οργανώσεως, του δικαίου, της φιλοσοφίας, των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, οι Οθωμανοί Τούρκοι τα κληρονόμησαν μέσω των Αράβων και των Περσών, οι οποίοι τα είχαν προ πολλού αφομοτώσει και προσαρμόσει στις αρχές της μωαμεθανικής θρησκείας.
Ωστόσο το γεγονός ότι τα τουρκικά φύλα συνόρευαν επί τέσσερεις αιώνες με το βυζαντινό κράτος και ότι περιέλαβαν υπό την κυριαρχία τους συμπαγείς βυζαντινούς πληθυσμούς (Έλληνες, Αρμενίους, Σλαβους κλπ.), που σε πολλές μάλιστα περιοχές αποτελούσαν την πλειονότητα, δεν μπορούσε να μην έχει συνέπειες ακόμη και στην πολιτική τους οργάνωση. Αποφασιστικής σημασίας στον τομέα αυτό υπήρξε η ανάπτυξη της διακριτικής εξουσίας του σουλτάνου να συμπληρώνη τη νομοθεσία με την έκδοση διαταγμάτων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η εξουσία αυτή, αν και περσικής πιθανότατα προελεύσεως, αναπτύχθηκε, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών μελετητών, κατά απομίμηση της ανάλογης εξουσίας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, και οπωσδήποτε ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για την ονομασία των σουλτανικών διαταγμάτων (κανόνες) έχει πρόδηλη βυζαντινή προέλευση. Η νομοθετική εξουσία του σουλτάνου απέκτησε εξ άλλου ιδιαίτερη σημασία για τη διείσδυση βυζαντινών στοιχείων στο οθωμανικό καθεστώς, γιατί, αν και θεωρητικά περιορισμένη στην συμπλήρωση του ιερού νόμου, επέτρεπε την υιοθέτηση θεσμών ξένων, ακόμη και αντίθετων προς αυτόν.
Βυζαντινές επιδράσεις μπορούν να εντοπισθούν με σχετική βεβαιότητα στην αυλή και στην εθιμοτυπία της, καθώς και στο τιμαριωτικό και στο φορολογικό σύστημα. Οι επισκέψεις Τούρκων σουλτάνων στη βυζαντινή αυλή, οι γάμοι τους με βυζαντινές πριγκίπισσες, η ανάδειξη χριστιανών φυγάδων και εξωμοτών σε ανώτερα αξιώματα και αργότερα η μαζική στρατολογία χριστιανοπαίδων στην υπηρεσία του σουλτάνου ήταν φυσικό να συντελέσουν στην εισαγωγή βυζαντινών στοιχείων στην αυλή των Τούρκων ηγεμόνων. Αν και το θέμα δεν έχει αρκετά ερευνηθή, υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για τις κατά καιρούς απόπειρες των Τούρκων να υιοθετήσουν στοιχεία της αυτοκρατορικής βυζαντινής αμφιέσεως, όπως το «ερυθροβαφές πέδιλον», και της εθιμοτυπίας, όπως ή «πρόκυψις».
Σημαντικότερη επιρροή άσκησε η ενσωμάτωση μεγάλου μέρους της βυζαντινής στρατιωτικής τάξεως στό οθωμανικό στρατιωτικό σύστημα. Κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνος φαίνεται ότι η πλειονότητα των οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων της χερσονήσου του Αίμου αποτελείτο από χριστιανούς σπαχήδες, αρματολούς, βοϊνούκους κλπ. Πολλοί από τους χριστιανούς σπαχήδες, που τελικά αφομοιώθηκαν στο οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα, ήταν παλαιοί Βυζαντινοί (Έλληνες και Σλαβοι) «προνοιάριοι». Έτσι όταν οι γαίες τους μετατράπηκαν σε τιμάρια φαίνεται ότι πολλά στοιχεία της «προνοίας» ενσωματώθηκαν στο τιμαριωτικό σύστημα. Η ευκολία της ένταξης προνοιαρίων στον οθωμανικό τιμαριωτισμό οφείλεται σε ορισμένες βασικές ομοιότητες μεταξύ των δύο συστημάτων που δεν πρέπει να επισκιασθούν από τη διαφορετική τους εξέλιξη. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για εκχώρηση των φορολογικών εσόδων γαιών (επικαρπία) ως αντάλλαγμα για την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Αν και η λέξη τιμάριο (timar) είναι μάλλον περσικής προελεύσεως και ανάλογος θεσμός ήταν γνωστός στους Πέρσες και στους Σελτζουκίδες, το γεγονός ότι οι Οθωμανοί πρώτοι υιοθέτησαν τον όρο με την έννοια της προνοίας σε εποχή σε εποχή που συμπίπτει χρονικά με την εξάπλωσή τους Βυζαντινές περιοχές, όπου ο θεσμός είχε ήδη επικρατήσει, μάς επιτρέπει να δεχθούμε ότι οι βυζαντινές επιδράσεις στο οθωμανικό τιμαριώτικο σύστημα υπήρξαν έντονες.
Ωστόσο ο τομέας στον οποίο οι επιδράσεις της βυζαντινής κρατικής οργανώσεως υπήρξαν περισσότερο έκδηλες είναι ο φορολογικός. Κυριώτερη αιτία του φαινομένου ήταν από τη μια η ανάγκη των Τούρκων να οργανώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την οικονομική εκμετάλλευση των εδαφών του που κατακτούσαν και από την άλλη η ανυπαρξία τουρκικού γραφειοκρατικού μηχανισμού. Έτσι, αρχικά τουλάχιστον, οι Τούρκοι ηγεμόνες υποχρεώθηκαν, ακολουθώντας εξαιρετικά συντηρητική πολιτική, να καταφύγουν στο υπάρχον προσωπικό και στην υιοθέτηση πολλών στοιχείων του βυζαντινού φορολογικού συστήματος, ώστε να διαταράξουν όσο το δυνατόν λιγότερο τις συνήθειες των νέων τους υπηκόων και των χριστιανών υπαλλήλων τους. Συγκεκριμένα η διαφοροποίηση του κυριώτερου εγγείου φόρου (çift bozan για τους μωαμεθανούς, harâci muwazzaf ή ispence για τους ραγιάδες) με βάση το çift (ζεύγος βοδιών) ακολουθεί βυζαντινά πρότυπα. Ιδιαίτερα έκδηλη ήταν η συνέχιση της βυζαντινής παραδόσεως στις έκτακτες φορολογικές υποχρεώσεις των υποδούλων προς τον σουλτάνο, καθώς είναι προφανές από τη διατήρηση βυζαντινών τεχνικών όρων, όπως angarya, irgadiya κλπ.
Τέλος, αν και αυτό υπερβαίνει τα όρια αυτού του κεφαλαίου, πρέπει να τονισθεί ότι όσο η συμβολή των βυζαντινών παραδόσεων ήταν περιορισμένη στον πολιτικό τομέα τόσο υπήρξε εκτεταμένη και αποφασιστική σε άλλους εξίσου βασικούς τομείς, όπως της αγροτικής οικονομίας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου, της ναυτιλίας, του νομισματικού συστήματος, της καθημερινής ζωής και ακόμη και των λαϊκών μορφών λατρείας.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1683 ο χριστιανικός και ο μουσουλμανικός κόσμος βρέθηκαν αντιμέτωποι στην περίφημη πολιορκία της Βιέννης από τους πανίσχυρους τότε Οθωμανούς.
Υστερα από δίμηνη πολιορκία και μια αιματηρή μάχη ο συνασπισμός πολωνικών, αυστριακών και γερμανικών δυνάμεων κατάφερε να ανακόψει οριστικά την προέλαση της νέας αυτοκρατορίας προς Δυσμάς, γλιτώνοντας έτσι την Ευρώπη από την οθωμανική κατοχή και κυριαρχία. Η ολοκληρωτική ήττα του σουλτάνου ΜεχμέτΔ΄ σήμανε την αργή αλλά σταθερή πορεία της αυτοκρατορίας προς την παρακμή και τον κατακερματισμό. Παράλληλα, σήμανε την έναρξη της πολιτικής ηγεμονίας της δυναστείας των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη.
[...]
Στις 14 Ιουλίου ο κύριος όγκος των οθωμανικών στρατευμάτων βρισκόταν προ των πυλών της πόλης και ζητούσε την παράδοσή της.
Εντός των τειχών βρίσκονταν 11.000 στρατιώτες και 5.000 πολίτες και εθελοντές με 370 κανόνια. Ο επικεφαλής τους, Ερνστ Ρούντιγκερ Γκραφ φον Στάρεμπεργκ, αρνήθηκε να παραδώσει τα κλειδιά της πόλης και ξεκίνησε μια εξοντωτική δίμηνη πολιορκία κατά την οποία πολλοί πέθαναν από πείνα. Οι Βιεννέζοι βρίσκονταν σε απόγνωση όταν άρχισαν να φθάνουν οι ενισχύσεις. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο δούκας της Λωρραίνης ΚάρολοςΕ΄ και ο πολωνός βασιλιάς ΙωάννηςΓ΄ Σομπιέσκι είχαν απαντήσει στην έκκληση για μια Ιερά Συμμαχία που υποστήριζε ο Πάπας και είχαν έρθει να ενωθούν με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του ΛεοπόλδουΑ΄ επιπρόσθετες δυνάμεις από τη Σαξονία, τη Βαυαρία, το Μπάντεν, τη Φρανκονία και τη Σβάμπια. Παρά την πανσπερμία των στρατευμάτων και τον ελάχιστο χρόνο που είχαν για να προετοιμαστούν και να εξασφαλίσουν τη νίκη, οι αντιμαχόμενοι κατέληξαν με μια αποτελεσματική ηγεσία, βασισμένη αδιαμφισβήτητα στον πολωνό βασιλιά και στο βαρύ ιππικό του. Οι σύμμαχοι είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν 84.000 στρατιώτες και 152 κανόνια. Είχαν ακμαίο ηθικό, μια και ο συγκεκριμένος πόλεμος δεν διεξαγόταν, όπως συνήθως, για τα συμφέροντα των βασιλέων αλλά υπέρ πίστεως και, αντίθετα με τις Σταυροφορίες, διεξαγόταν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Οι Οθωμανοί αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 12.000 γενίτσαρους και 350 κανόνια, αλλά πολλοί από αυτούς είχαν εξαναγκαστεί να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, κυρίως οι Βλάχοι και οι Μολδαβοί.
Η μάχη ξεκίνησε προτού μπορέσουν και οι δύο παρατάξεις να αναπτύξουν πλήρως τα στρατεύματά τους και διεξήχθη τόσο υπέργεια όσο και… υπόγεια. Οι Οθωμανοί είχαν σκάψει τούνελ κάτω από τα τείχη και τα είχαν γεμίσει με εκρηκτικά, ελπίζοντας να τα ανατινάξουν και να καταφέρουν ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Δυτικούς. Παρ΄ όλα αυτά, αυστριακοί κατάσκοποι εντόπισαν το τούνελ μόλις λίγες ώρες προτού φθάσει η υπέργεια σφαγή στο ζενίθ της και κατάφεραν να εξουδετερώσουν τα εκρηκτικά εγκαίρως.
Γύρω από τα τείχη η μάχη μαινόταν λυσσαλέα μεταξύ των διαφορετικών σωμάτων των δύο παρατάξεων. Οταν πια διαφαινόταν η ήττα των Οθωμανών, οι πολιορκημένοι Βιεννέζοι έκαναν έξοδο. Επειτα από 12 ώρες αιματοχυσίας, οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν κερδίσει. Οταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, ο βασιλιάς Σομπιέσκι παράφρασε τη διάσημη φράση του Ιούλιου Καίσαρα αναφωνώντας: «Ηρθαμε, είδαμε, ο Θεός νίκησε».
Ο απολογισμός ήταν τραγικός για την πλευρά των Οθωμανών. Μετρούσαν 15.000 νεκρούς και τραυματίες, 5.000 αιχμαλώτους, είχαν χάσει όλα τους τα κανόνια και είχαν αφήσει πίσω τους λάφυρα ικανά να θαμπώσουν ακόμη και έναν βασιλέα, όπως φάνηκε από το γράμμα που έγραψε ο Σομπιέσκι στη σύζυγό του μετά τη μάχη. Οι χριστιανοί θρηνούσαν σχεδόν 4.500 νεκρούς και τραυματίες.
Αν και κανείς δεν το συνειδητοποιούσε τότε, η μάχη έκρινε τις γεωπολιτικές ισορροπίες ολόκληρης της Ευρώπης. Ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας άδραξε την ευκαιρία για να ανακτήσει μέσα στα επόμενα χρόνια την Ουγγαρία και ορισμένες από τις βαλκανικές χώρες από τους Οθωμανούς. Οι Γάλλοι επωφελούνταν από την εξασθένηση των νότιων γερμανικών κρατιδίων στην αντιμετώπιση των Τούρκων και συνέχιζαν τις εχθροπραξίες και τις προελάσεις.
[...]
«Θα ήθελα ένα κρουασάν κι έναν καπουτσίνο, παρακαλώ…»
Η πολιορκία της Βιέννης και η νίκη των δυτικών δυνάμεων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε μόνο μεγάλη ιστορική σημασία αλλά και… γαστριμαργική! Σύμφωνα με τους μύθους, η έκβαση της τελικής μάχης ήταν αφορμή να αποκτήσει η Βιέννη δύο από τα εδέσματα-ορόσημά της: οι κάτοικοι της πόλης γιόρτασαν την υπεροχή τους με κρουασάν και βιεννέζικο καφέ, γνωστό και ως «καπουτσίνο».
Ο μύθος λέει ότι το κρουασάν εφευρέθηκε στη Βιέννη, είτε το 1683 είτε ύστερα από μια παλαιότερη πολιορκία της πόλης, το 1529. Για να θυμίζουν σε όλους την ήττα των Οθωμανών, οι βιεννέζοι ζαχαροπλάστες έφτιαξαν τα κρουασάν στο σχήμα της τουρκικής ημισελήνου. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από το γεγονός ότι τα διάφορα είδη κρουασάν στα γαλλικά ονομάζονται «viennoiserie», ενώ οι Γάλλοι πιστεύουν ότι εισήχθησαν στη χώρα τους το 1770 από τη βιεννέζικης καταγωγής Μαρία Αντουανέτα. Μετά τη μάχη οι Αυστριακοί βρήκαν πολλά σακιά με καφέ στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο πολωνός βασιλιάς Ιωάννης Γ΄ Σομπιέσκι χάρισε το πολύτιμο εμπόρευμα στον Φράνσιζεκ Γερζί Κουλτσζίκι για να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του ως κατασκόπου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βιέννης. Ο επιτήδειος κατάσκοπος άνοιξε κοντά στον καθεδρικό ναό της πόλης το πρώτο καφέ της Βιέννης και το τρίτο της Ευρώπης το 1684, κάνοντας τον καφέ εξαιρετικά δημοφιλή. Ο μύθος λέει ότι στο καφέ είτε ο ίδιος ο Κουλτσζίκι είτε ο Μάρκο ντ΄Αβιάνο, καπουτσίνος μοναχός και έμπιστος του ρωμαίου αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α ΄, πρόσθεσε μέλι και γάλα στον πικρό καφέ, εφευρίσκοντας έτσι τον «καπουτσίνο» και θέτοντας τα θεμέλια για τη φήμη του βιεννέζικου καφέ σε ολόκληρο τον κόσμο.