Ὅμως τινὲς Ψυχαὶ ἠθέλησαν γνῶναι τί ἐστιν ὁ θάνατος, καὶ ἄλλαι δὲ πλὴν τούτου ἐπεθύμησαν κρατῆσαι τῆς δυνάμεως τοῦ θανάτου ἐπ’ ἄλλων ὄντων. Τοῦτο δὲ ἦν τὸ μέγα σφάλμα, ἐπεὶ ὅ,τι φύσει ἀθάνατον, ὕβρις ἐστὶν ἐπιθυμεῖν τὴν θανατωθῆναι. Οὕτω δ’ ἀγνοοῦσαι αἱ Ψυχαὶ, τῇ ἐπιθυμίᾳ τῆς γνώσεως τοῦ θανάτου, ἄκοντες καὶ ἄθελοι ἐπεθύμησαν τὴν ἀναιρετικὴν τοῦ Θείου Πυρὸς ὃ ἐνῆν ἐν αὐταῖς. Αὗται δὲ ἐκαίοντο ὑπὸ τῆς σφοδροτάτης ταύτης ὀρέξεως καὶ οὐκ ἠσύχαζον, ἕως ἂν τὴν γνῶσιν ἐκτήσαντο.
Διὸ ὁ Θείος Νοῦς, εἰς παίδευσιν καὶ κάθαρσιν τῶν ψυχῶν τούτων, ἐξέπεμψεν εἰκόνα τῆς αἰωνιότητος ὡς μετρήσιμον χρόνον, καὶ ἐδημιούργησε τὸ πεδίον τοῦ Γίγνεσθαι, ἐν ᾧ ὑπάρχει τὸ ἀλλοιωτὸν τῶν ὑποστάσεων τῶν ὄντων καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωή. Καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὰς Ψυχὰς ταύτας, ἵνα διὰ πολλῶν ἐνσαρκώσεων καὶ διὰ βιώματος θανάτου καὶ ζωῆς κορεσθῇ ἡ δίψα τῆς γνώσεως τοῦ θανάτου ἐπὶ τῶν ὑλικών σωμάτων καὶ ἐν τῇ χρείᾳ τούτου ἐπ’ ἄλλοις ὄντοις.
Ἐπεὶ δὲ ἡ Ψυχὴ ἔχει ἐν ἑαυτῇ τὴν ἀθανασίαν ἐκ τοῦ Θείου Πυρὸς, ὃ ἐστὶν ἔκλαμψις τοῦ Ἑνός, οὐ δύναται φθαρῆναι μηδὲ θανατωθῆναι, εἰ μὴ μόνον τὸ ὑλικὸν σῶμα· ἡ γὰρ Ψυχὴ φύσει ἀθάνατός ἐστιν. Καὶ οὕτως τὰ ὄντα ἤρξαντο ἐνσαρκῶσθαι εἰς διαφόρους μορφὰς, καὶ ὁ χρόνος αὐτὰ διέφθειρεν, αὐτὰ δὲ ἅμα ἐχρῶντο τῇ δυνάμει τοῦ θανάτου ἐφ’ ἑτέροις ὄντοις.
Ἡ δὲ δίψα αὕτη τῆς γνώσεως τοῦ θανάτου ἐγέννησεν ἐπ’ ἀργὰ τὴν λήθην ταῖς ψυχαῖς τῆς ἀθανάτου γενεᾶς αὐτῶν καὶ τῆς ἐν αὐταῖς δυνάμεως, τουτέστιν αὐτοῦ τοῦ Ἑνὸς ὡς Θείου Πυρός. Καὶ οὕτως ἤρξατο τὸ δράμα τῶν μετενσαρκώσεων καὶ ἡ γένεσις τῆς τοιαύτης ἀγνοίας τῆς Θείας φύσεως τῶν Ψυχῶν.
Ὅμως τὸ Ἕν, ὃ ἐστὶν Ἀγαθόν, ἐκ τῆς ὑπερπληροῦς γενναιοδωρίας αὐτοῦ ἵνα πληθυνθῇ καὶ ἐκδηλωθῇ ὡς Θείον Πῦρ ἐντός τῶν Ψυχῶν, ἐξέφηνεν ἐν αὐταῖς πλῆθος ἰδιοτήτων, οἷον ἀγάπην καὶ ἀρετάς, καὶ διήνεικεν τὸ λογιστικὸν μέρος τῆς ψυχῆς τῶν ὄντων πρὸς τὴν θέαν τοῦ Θείου ἑαυτοῦ, κορεσμὸν ποιοῦν καὶ ἀπάρνησιν τῆς ὀρέξεως θανάτου, καὶ ἐπιστρέφων τὸν νοῦν τῶν ὄντων πρὸς ἐνθύμησιν τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς Θείας αὐτῶν φύσεως.
Ἐπὶ δὲ τοῦ καλέσματος τούτου οὐ πάντα τὰ ὄντα ὁμοίως ἀπεκρίθησαν· ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια ἄλλοις ἐγένοντο κώλυμα, ἄλλα δὲ ἔνιωσαν ἔρωτα καὶ θείον πόθον εἰς τὴν ἐπιστροφήν εἰς τὴν ἀθανασίαν ἔξω τοῦ Γίγνεσθαι. Καὶ οὕτως ἑκάστη Ψυχὴ διέρχεται ἀμέτρητον χρόνον ἐν ἐνσαρκώσεσι, ἕως ἂν δυνηθῇ ἀνακάμψαι ἔξω τοῦ Γίγνεσθαι, ἕως ἂν πάλιν βιώσῃ τὸν πόθον τῆς ἀθανασίας καὶ καταλίπῃ τὸν πόθον τοῦ θανάτου.
Η Αγαθότητα του Ενός, η αθανασία και ο θάνατος, το δράμα των ψυχών
Η Πρώτη Αρχή το Εν που είναι ο Αγαθός Θεός με την βαθμιαία εκπόρευση του Νου και της Παγκόσμιας Ψυχής, εκπόρευσε μέσω αυτών και τις ατομικές ψυχές. Σε κάθε Ον δώρισε την πλήθυνση του Αγαθού Εαυτού Του και τοποθέτησε στο Λογιστικό μέρος της κάθε Ψυχής το Θείο Αθάνατο Πυρ, ως εκδήλωση του ίδιου του Ενός. Έτσι εντός κάθε Ψυχής, πριν κατέλθει στην ύλη εντός του Γίγνεσθαι, ενυπάρχει το Εν ως Θείο Πυρ.
Όμως ορισμένες Ψυχές επιθύμησαν να γνωρίσουν τι είναι ο θάνατος και άλλες εκτός αυτού να μπορέσουν να διαχειριστούν αυτήν την ίδια δύναμη του θανάτου πάνω σε άλλα όντα. Αυτό όμως ήταν και το μέγα σφάλμα διότι ότι είναι αθάνατο είναι ύβρις να θέλει να θανατωθεί. Έτσι από άγνοια οι Ψυχές με την επιθυμία της γνώσης του θανάτου άθελα τους και χωρίς να το θέλουν επιθύμησαν στην πραγματικότητα την θανάτωση του Θεϊκού Πυρός που ενυπήρχε εντός τους.
Αυτές οι Ψυχές κατακαίονταν από την σφοδρή τούτη επιθυμία και δεν ησύχαζαν παρά μόνο αν αποκτούσαν την γνώση αυτή.
Έτσι ο Θεϊκός Νους προς παίδευση και κάθαρση των Ψυχών αυτών εκπόρευσε την εικόνα της αιωνιότητας ως μετρήσιμο χρόνον και δημιούργησε το πεδίο του Γίγνεσθαι όπου ενυπάρχει η μεταβολή της υποστάσεως των όντων και ο θάνατος αλλά και η ζωή. Και τοποθέτησε εκεί αυτές τις Ψυχές αυτές ώστε μέσω πολλών ενσαρκώσεων και βιώματος του θανάτου και της ζωής να κορεσθεί η δίψα για την γνώση του θανάτου επί των υλαίων σωμάτων αυτών και επί της χρήσης αυτού σε άλλα όντα.
Επειδή όμως η Ψυχή εμπεριέχει την Αθανασία από το Θείο Πυρ που είναι έκφανση του Ενός δεν μπορεί να καταστραφεί και να θανατωθεί παρά μόνο το υλαίο σώμα, διότι η Ψυχή είναι αθάνατη.
Έτσι τα όντα άρχισαν να ενσαρκώνονται σε διάφορες μορφές και ο χρόνος τα έφθειρε αλλά και τα ίδια χειρίζονταν την δύναμη του θανάτου εις άλλα όντα μεταξύ των.
Αυτή η δίψα για γνώση του θανάτου έφερε σιγά σιγά την λήθη στις Ψυχές της αθάνατης καταγωγής της και ποιαν δύναμιν είχαν εντός τους δηλαδή το ίδιο το Εν ως Θείο Πύρ.
Και έτσι κάπως ξεκίνησε το δράμα των μετενσαρκώσεων και η δημιουργία της τοιαύτης άγνοιας της Θείας φύσης των Ψυχών.
Όμως το Εν που είναι Αγαθό από την υπερπλήρη γενναιοδωρία του να πληθυνθεί και να εκδηλωθεί ως Θείο Πυρ εντός των Ψυχών εκδήλωσε εντός της Ψυχής το πλήθος των ιδιοτήτων Του ως αγάπη, και αρετές και έστρεφε τον Λογιστικό μέρος της ψυχής των όντων προς την θέαση του Θείου τους εαυτού, φέρνοντας σε κορεσμό και απάρνηση της επιθυμίας θανάτου και στρέφοντας το νου των όντων προς την ενθύμηση της αθανασίας και της Θεϊκής τους φύσης.
Σε αυτό το κάλεσμα δεν ανταποκρίθηκαν όλα τα όντα το ίδιο. Η λήθη και η άγνοια σε άλλα στάθηκε εμπόδιο ενώ άλλα νιώσανε έρωτα και θείο πόθο για επιστροφή πίσω στην αθανασία εκτός του πεδίου του Γίγνεσθαι. Έτσι κάθε Ψυχή διανύει αμέτρητο χρόνο σε ενσαρκώσεις μέχρι να μπορέσει να επανέλθει εκτός Γίγνεσθαι μέχρι να βιώσει ξανά και πάλι τον πόθο για αθανασία και εγκαταλείψει το πόθο για θάνατο.

πηγή: https://tanipteros.wordpress.com/2025/0 ... %e1%bd%b6/



