
Σύμφωνα με τα ετυμολογικά λεξικά, η λέξη «χρυσός» είναι δάvειο σημιτικής προελεύσεως. Πράγματι, ενώ η λέξη hara στην αραμαϊκή σημαίνει κίτριvo, οι παραλλαγές της hurasu στην ασσυριακή, charuts στην εβραϊκή, hrs στην oυγκαριτική κ.ά. χρησιμοποιούνται για το όνομα του πολύτιμου μετάλλου.
χιτών < αρχαία ελληνική < σημιτική *kittan < ακκαδική kitû / kita’um (λινάρι, λινός)
Επιπλεόν, μετά τον χιτώνα, που απαντά ήδη στην μυκηναϊκή, βρίσκουμε δύο ανάλογους όρους, βύσσος και σίνδων «κατηγορία πολύ λεπτού λινού», οι οποίοι δηλώνουν επίσης αντικείμενα (ταινίες, πέπλα, κουρτίνες) ή ενδύματα κατασκευασμένα με το υλικό αυτό. Οι δύο ελληνικοί τύποι αναπαράγουν τις σημιτικές τους πηγές. Το ένα μαρτυρείται στην ακκαδική ως busu, στην ουγκαριτική και στη φοινικική ως bs και στην εβραϊκή ως bus, ενώ το άλλο στην ακκαδική ως saddinu και στην εβραϊκή ως sadin με την ίδια σημασία. Όπως ο χιτών, οι δύο αυτοί όροι θα πάρουν άλλες σημασίες στη συνέχεια.
Για τα πιο χοντρά υφάσματα, θα αναφέρουμε δύο περιπτώσεις δανείων: το πρώτο, σάκκος, που σήμαινε αρχικά «χοντρό ύφασμα από κατσικίσιο μαλλί» χρησιμοποιούνταν ευρύτερα ως όνομα για διάφορα είδη σάκων (σάκος για προμήθειες, σάκος των αθλητών, σάκος για τη διήθηση του κρασιού κλπ.) Στο τέλος θα πάρει την γενική σημασία «σάκος». Η λέξη αυτή, που η χρήση της γενικεύτηκε, μπήκε στην ελληνική ως ειδικός όρος και αντιστοιχεί στους σημιτικούς τύπους με την ίδια σημασία, στο ακκαδικό saqqu και στο εβραϊκό saq. Είναι θεμιτό να υποτεθεί ένας φοινικικός τύπος *sqq, που θα πρέπει να ήταν άμεση πηγή δανεισμού για την ελληνική.
...
Για παράδειγμα η λέξη κάδος, που σήμαινε αρχικά «δοχείο για κρασί σε σχήμα αμφορέα» και που μαρτυρείται ήδη στις αρχαϊκές κυπριακές επιγραφές, προέρχεται από το σημιτικό kd «δοχείο, μέτρο».
...
Μεταξύ αυτών οι δύο γνωστές μονάδες που δηλώνουν το βάρος αλά και το νόμισμα, η μνα και ο σίγλος. Οι λέξεις αυτές αναπαράγουν αντίστοιχα τους όρους manu (ακκαδική), mn (ουγκαριτική) ή maneh (εβραϊκή) – προέρχονται από μια ρίζα που σημαίνει «αριθμώ» -, και seqlu (ακκαδική), tql(ουγκαριτική), seqel (εβραϊκή), που ανάγονται στη ρίζα tql «ζυγίζω».
....
Η σημιτική προέλευση του όρου ἀρραβών «καπάρο, εγγύηση», ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ., δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: κατεξοχήν τεχνικός όρος, χρησιμοποιείται ήδη στις παλαιοασσυριακές πινακίδες της Καππαδοκίας (20ός-18ος αιώνας), με τη μορφή erubatu «κινητό ενέχυρο». Στην ουγκαριτική, ο όρος ‘rbn έχει την ίδια σημασία, αλλά σημαίνει επιπλεόν «εγγύηση παρουσίας», ενώ το εβραϊκό erabon σημαίνει επίσης «χρηματική εγγύηση».
Πρόκειται για τη λέξη δέλτος που πέρασε στην ελληνική με τη σημασία της «πινακίδας για γράψιμο», ανεξάρτητα από τη μορφή και το υλικό της. Μαρτυρείται καταρχάς στον Ηρόδοτο, όπου απαντά ήδη το υποκοριστικό της, δελτίον, στην έκφραση δελτίον δίπτυχον, που σήμαινε «δύο πινακίδες ενωμένες με κρίκους», αλλά η λέξη πρέπει να μπήκε στην ελληνική πολύ νωρίτερα [...] Η λέξη αυτή αναπαράγει τον σημιτικό τύπο dlt, του οποίου η πρώτη σημασία είναι «πορτόφυλλο» και κατόπιν «πινακίδα». Στον πληθυντικό το εβραϊκό delet σημαίνει επίσης «στήλες γραφής».