Κύπρος - Ελλάς - Β΄Π.Π. Όσο διαρκούσε η ιταλική επίθεση, δεν τέθηκε το ζήτημα της Κύπρου από την ελληνική πλευρά. Η πρώτη αναφορά έγινε μόλις το Μάρτιο του 1941, λίγο πριν την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου κατά των Γερμανών. Η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα διατυπώθηκε ως αίτημα του Έλληνα πρωθυπουργού
Κορυζή προς τον Eden προκειμένου να αναπτερωθεί το ηθικό του ελληνικού λαού, ο οποίος θα ικανοποιούταν από τη γενναιοδωρία των Βρετανών. Ο Κορυζής τόνισε βέβαια ότι το έθεσε ως «ιδέαν προς μελέτην» και δεν περίμενε κάποια απάντηση άμεσα. Ο Eden από την άλλη μεριά προσπέρασε το ζήτημα ισχυριζόμενος ότι είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του .
Ο Κορυζής, ο οποίος στην πραγματικότητα ακολουθούσε τις οδηγίες του Γεωργίου Β΄, δε διαπραγματεύτηκε αποτελεσματικά με τους Βρετανούς την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Κατά τη φάση αυτή η Αθήνα μπορούσε να θέσει διεκδικήσεις και να αποσπάσει τη συναίνεση της Μ. Βρετανίας, επειδή η τελευταία χρειαζόταν τη στρατιωτική αρωγή της πρώτης. Ο Eden επισκέφθηκε την Αθήνα τρεις φορές τους πρώτους μήνες του 1941 προκειμένου να διαπραγματευτεί με την ελληνική πλευρά τη βοήθεια που θα παρεχόταν στην Ελλάδα, έτσι ώστε να καταφέρει η δεύτερη να αντιμετωπίσει τη γερμανική επίθεση. Στην πρώτη ελληνοβρετανική συνάντηση, στις 22 Φεβρουαρίου, ο Κορυζής δεν έκανε αναφορά σε καμία από τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις. Αντίθετα, προέβη στην απερίφραστη δήλωση «…θα πολεμήσουμε τους Γερμανούς σε κάθε περίπτωση». Από την ελληνική πλευρά δεν επιδιώχθηκε η σύναψη συμφωνίας, με την οποία θα μπορούσαν να κατοχυρωθούν οι ελληνικές διεκδικήσεις. Για τη Μ. Βρετανία η Ελλάδα ήταν μία δεδηλωμένη σύμμαχος, την οποία δε χρειάστηκε να κερδίσει με την παροχή εδαφικών ή άλλων ανταλλαγμάτων.
Στη δεύτερη συνάντηση, της 4ης Μαρτίου, ο Κορυζής έθεσε «παρακλητικά» προς τον Eden το αίτημα της παραχώρησης της Κύπρου, όπως αναφέρθηκε πριν. Ο Eden όμως αρνήθηκε να δεσμευτεί για ένα θέμα τόσο μεγάλης σημασίας. Στο τέλος του ίδιου μήνα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών επέστρεψε στην Ελλάδα κι ο Κορυζής αναφέρθηκε εκ νέου στο αίτημα της περασμένης συνάντησης. Αυτή τη φορά όμως ζήτησε από τους Βρετανούς να εξετάσουν το αίτημα, δίνοντας έμφαση στην πολιτική σημασία του. Η Κύπρος θα μπορούσε να γίνει ο μελλοντικός τόπος εγκατάστασης του Έλληνα βασιλιά, ο οποίος με τον τρόπο αυτό θα συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντά του σε ελεύθερο ελληνικό έδαφος. Δυστυχώς, η στάση του Eden ήταν αποθαρρυντική, καθώς ερμήνευσε τις προτάσεις του Κορυζή ως επιδίωξη προσάρτησης εδαφών.
Η κυβέρνηση της Αθήνας, ωστόσο, πιεζόμενη από τις εξελίξεις εξαιτίας της γερμανικής επίθεσης έθεσε στα μέσα Απριλίου για πολλοστή φορά το ζήτημα της παραχώρησης της Κύπρου. Τόσο ο Γεώργιος Β΄ στην Αθήνα, όσο κι ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο επανήλθαν στο αίτημα για εγκατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης σε ελεύθερο ελληνικό έδαφος, εννοώντας βεβαίως την Κύπρο. Ο Γεώργιος ζήτησε από τον Palairet «να θεωρηθεί έστω και προσωρινά» ένα τμήμα της Κύπρου ελληνικό, όπου θα μπορούσε να φιλοξενηθεί η ελληνική κυβέρνηση. Το ίδιο αίτημα απεύθυνε και ο Σιμόπουλος προς τον Eden στο Λονδίνο .
Μετά από τις επανειλημμένες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και τις εισηγήσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εξελίξεις στο ελληνικό μέτωπο κατά των Γερμανών, η βρετανική κυβέρνηση άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά το ενδεχόμενο εγκατάστασης της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Παρόλα αυτά δεν είχε την πρόθεση να παραχωρήσει την κυριαρχία της μεγαλονήσου στην Ελλάδα. Η εγκατάσταση των Ελλήνων εκεί θα πραγματοποιούταν «υφ’ ας συνθήκας και οι ενταύθα (ενν. στο Λονδίνο) διαμένοντες ξένοι Αρχηγοί Κρατών» .
Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόταση αυτή, παρόλο που στο μέλλον ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμο.Ο Eden βέβαια ήταν διστακτικός στο να διατυπώσει την κατηγορηματική άρνηση της Μ. Βρετανίας στο ελληνικό αίτημα τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να εγκαταλείψει την εδαφική επικράτειά της και να αναζητήσει άλλον τόπο εγκατάστασης. Εντελώς αντίθετη ήταν από την άλλη μεριά η αντίδραση ορισμένων στελεχών του βρετανικού υπουργείου Αποικιών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι, επειδή ένα κομμάτι του κυπριακού λαού επιθυμούσε την ένωση με την Ελλάδα, σε περίπτωση εγκατάστασης του Έλληνα βασιλιά στην Κύπρο, η θέση του Βρετανού Κυβερνήτη θα γινόταν πολύ δύσκολη. Προτάθηκε λοιπόν η μεταφορά του Έλληνα βασιλιά στην Κρήτη, με την υπόσχεση να εξετασθεί η περίπτωση
μεταφοράς του στην Κύπρο, αν προέκυπτε ανάγκη.
Ο αντικαταστάτης του Κορυζή στο πρωθυπουργικό αξίωμα, ο Τσουδερός, ακολουθώντας την πολιτική του προκατόχου του, παρότρυνε τους Βρετανούς, το Μάιο του 1941, να προβούν στην παραχώρηση της Κύπρου «ως δώρον προσωπικόν εις τον βασιλέα Γεώργιον Β΄». Ως προς τη διοίκηση του νησιού πρότεινε να διατηρηθούν στη διάρκεια του πολέμου οι αγγλικές υπηρεσίες και, αν χρειαζόταν κάποια μεταβολή, να γίνει από τους Βρετανούς. Μετά τον πόλεμο ο βασιλιάς θα αποκτούσε το δικαίωμα να διοικήσει το νησί, διορίζοντας ο ίδιος ελληνικό προσωπικό. Με τον
τρόπο αυτό όχι μόνο θα επιτυγχανόταν η ικανοποίηση του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων, αλλά και θα υπήρχε τόπος προορισμού για τον Έλληνα βασιλιά, στην περίπτωση που χρειαζόταν να εγκαταλείψει την Κρήτη .Ο Eden, ωστόσο, θεωρούσε αφενός ότι η Κύπρος δεν ήταν ασφαλής για την εγκατάσταση του βασιλιά, αφετέρου ότι οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες «…για να εξεταστεί η παράδοσις του Νησιού στην Ελλάδα».
Πιο απόλυτη στάση κράτησε ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο οποίος, αφενός αρνήθηκε την παραχώρηση «έστω και μιας ίντσας βρετανικού εδάφους» πριν από τη λήξη του πολέμου, αφετέρου δεν ήθελε να δυσαρεστεί την τουρκική μειονότητα στην Κύπρο, η οποία μέχρι τότε κρατούσε άψογη στάση. Καθοριστικά για την τελική απόφαση των Βρετανών ήταν τα δύο μνημόνια που συντάχθηκαν το ένα από τον υπουργό Εξωτερικών και το άλλο από τον υπουργό Αποικιών, οι οποίοι εξέτασαν το ζήτημα από στρατηγική, πολιτική και οικονομική σκοπιά. Από πολιτική άποψη υπήρχαν παράγοντες που συνηγορούσαν στην παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Τα αυξανόμενα εθνικιστικά αισθήματα των Ελλήνων Κυπρίων δυσχέραιναν τις βρετανικές αρχές. Άλλωστε ήταν αντίθετο στην παράδοση της Μ. Βρετανίας «…to keep in political subjugation a people whose social and cultural level justifies the claim to self-determination». Σε επίπεδο στρατηγικής όμως οι απόψεις ήταν διιστάμενες. Οι Βρετανοί ενδιαφέρονταν να κρατήσουν το νησί υπό τον έλεγχό τους και να εμποδίσουν την κατάληψη από οποιαδήποτε εχθρική δύναμη. Συνεπώς η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα δε θα έθιγε τα βρετανικά συμφέροντα, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρούσε αεροπορικές και ναυτικές βάσεις στο νησί.
Επίσης σε κάθε περίπτωση έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας και τις στρατηγικές βλέψεις του τουρκικού κράτους.Ο Τσουδερός ευελπιστούσε ότι στην περίπτωση της Κύπρου θα επαναλαμβανόταν ό, τι συνέβη με τα Ιόνια νησιά, τα οποία παραχωρήθηκαν στο
Γεώργιο Α΄ από τη Μ. Βρετανία. Ο Βρετανός πρεσβευτής, ενώ στην αρχή υποσχέθηκε να διαβιβάσει στην κυβέρνησή του το ελληνικό αίτημα, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι το ζήτημα της Κύπρου δε μπορούσε να συζητηθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή και ότι η μεταφορά της ελληνικής κυβέρνησης εκεί θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή γερμανικής επίθεσης κατά του νησιού.
Κατά τη γνώμη του Έλληνα πρωθυπουργού ο ισχυρισμός του Βρετανού πρεσβευτή ήταν αναληθής και στόχευε στη συγκάλυψη βαθύτερων λόγων, τους οποίους η βρετανική κυβέρνηση
ήθελε να αποκρύψει από την ελληνική.Ο Τσουδερός παράλληλα φρόντισε να στείλει επιστολή στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο, στην οποία τον προέτρεπε να θέτει το ζήτημα της Κύπρου κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία. Αναφέρθηκε αναλυτικά στα επιχειρήματα υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, τα κυριότερα των οποίων ήταν η ικανοποίηση του κυπριακού και του ελληνικού λαού, η ενίσχυση της δημοτικότητας του Έλληνα βασιλιά και η εξασφάλιση τόπου εγκατάστασης της ελληνικής κυβέρνησης με το πέρας της εγκατάστασης στην Κρήτη . Τα επιχειρήματα όμως
αυτά, όπως είχε ήδη φανεί, δεν ήταν πειστικά για τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία απέφευγε να αναμιχθεί σε μία δύσκολη κατάσταση. Στην απάντησή του ο Σιμόπουλος προσπάθησε να διαφωτίσει τον Έλληνα πρωθυπουργό σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπιζόταν το ζήτημα της Κύπρου με δισταγμό από τη Μ. Βρετανία. . Θεωρούσε ότι υπήρχαν επιφυλάξεις, επειδή θα απαιτούνταν η λήψη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, η οποία δε θα γινόταν εύκολα αποδεκτή από το βρετανικό κοινοβούλιο και μάλιστα σε μία περίοδο που απειλούταν η παγκόσμια ισορροπία. Επιπλέον η βρετανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα δεν είχε προσδιοριστεί με σαφήνεια και δεν επρόκειτο να προσδιοριστεί, παρά μόνο εάν προέκυπτε κάποιο σοβαρό ζήτημα στη διάρκεια του πολέμου. Ο Warner, προϊστάμενος του Southern Department, είχε υποστηρίξει ότι θα μπορούσε αργότερα, κατά τη διάρκεια απόρρητων και μη δεσμευτικών διαπραγματεύσεων, να εξεταστεί το ενδεχόμενο εγκατάστασης βρετανικών στρατιωτικών βάσεων σε ελληνικό έδαφος με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου και τη βρετανική υποστήριξη του ελληνικού αιτήματος για την απόκτηση των Δωδεκανήσων και της Νοτίου Αλβανίας.
Το ζήτημα της Κύπρου συμπεριλήφθηκε επίσης στο μνημόνιο που συνέταξε ο Τσουδερός στις 4 Ιουλίου 1941, αν και επρόκειτο μόνο για μία σύντομη αναφορά. Υποστήριξε ότι για την Κύπρο «εκτός της γνωστής προσφοράς της νήσου προς την Κυβέρνησιν Ζαΐμη το 1915», υπήρχε και ρητή διάταξη στη συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920 «…περί μελλοντικής παραχωρήσεως της Κύπρου εις την Ελλάδα, όποτε θα υπεχρεούτο και η Ιταλία να παραδώση την Ρόδον κατόπιν δημοψηφίσματος» . Η παραχώρηση δηλαδή της Κύπρου θα μπορούσε να γίνει μόνο ως αντάλλαγμα προς τη ελληνική πλευρά για σημαντικά προνόμια που θα παραχωρούσε στη Μ. Βρετανία. Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1941, το αίτημα για μελλοντική παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα συμπεριελήφθη στο υπόμνημα το οποίο υποβλήθηκε στο Foreign Office, αν και δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στα Δωδεκάνησα και στη Β. Ήπειρο. Το ζήτημα της Κύπρου επαναλήφθηκε και στο μνημόνιο της 12ης Ιουνίου 1942, το οποίο επιδόθηκε από το Γεώργιο Β΄ στον πρόεδρο Roosevelt.
Στόχος της βρετανικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν να αποφεύγονται με κάθε τρόπο κινήσεις που στόχο θα είχαν την αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος. Για το λόγο αυτό ο λόγος του Τσουδερού στην ελληνική κοινότητα του Λονδίνου το Νοεμβρίου του 1941, στον οποίο αναφέρθηκε και στην Κύπρο, προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στη Μ. Βρετανία. Ο λόγος του Τσουδερού, όπως ήταν αναμενόμενο, πυροδότησε φιλενωτικές εκδηλώσεις στο νησί2. Ο Eden επισήμανε στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι ήταν δυσαρεστημένος «…διότι μου εκάματε μίαν επανάστασιν εις ένα τμήμα της Αυτοκρατορίας…». Ο Τσουδερός εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία ανέπτυξε τα ελληνικά επιχειρήματα για την Κύπρο. Ο συνομιλητής του, ωστόσο, ήταν ανένδοτος, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί σε κάποια δέσμευση για το εν λόγω ζήτημα πριν τη λήξη του πολέμου.
Από την άλλη μεριά στην Κύπρο ο ενθουσιασμός του ελληνοκυπριακού λαού με τις δηλώσεις του Τσουδερού προκάλεσε δημοσιεύματα σε τουρκική εφημερίδα, σύμφωνα με τα οποία ζητούταν η απόδοση της Κύπρου στην Τουρκία. Η βρετανική κυπριακή ηγεσία αναγκάστηκε να δηλώσει δημόσια ότι δε γίνονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Μ. Βρετανίας για το μεταπολεμικό καθεστώς της Κύπρου και «…κατά συνέπειαν, ζήτημα παραχωρήσεως Κύπρου εις την Ελλάδα μετά τον πόλεμον, δεν υφίσταται υπό μελέτην».Στις αρχές Ιανουαρίου 1942 ο Τσουδερός παρέστη σε πρόγευμα που είχε οργανώσει προς τιμήν του η Anglo-Hellenic Parliamentary Committee. Εκεί είχε την ευκαιρία να συζητήσει με Βρετανούς αξιωματούχους θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Κύπρου. Το ζήτημα αυτό παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες, όπως επισημάνθηκε από τους προέδρους της επιτροπής N. Baker και H. Nicholson. Μόνο
ο N. Baker είπε απερίφραστα ότι, αν εξαρτιόταν από τον ίδιο, θα παραχωρούσε αμέσως την Κύπρο στην Ελλάδα, 
πράξη που θα συνήδε άλλωστε με τη συμφωνία του Ατλαντικού. Ο H. Nicholson όμως απέφυγε να σχολιάσει το ζήτημα. Η στάση του δεύτερου συνήδε με τις αρχές της
βρετανικής κυβέρνησης.
Η αλλαγή της στάσης του Τσουδερού φάνηκε στη συνάντηση του με τον Eden το Φεβρουάριο του 1942, όταν ο δεύτερος επέστρεψε από τη Μόσχα.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Τσουδερός υποστήριξε ότι τα Δωδεκάνησα και η Β. Ήπειρος αγγίζουν συναισθηματικά όλους τους Έλληνες. Τότε ο Eden αναρωτήθηκε αν ίσχυε το ίδιο για την Κύπρο. Ο Τσουδερός απάντησε καταφατικά, σημείωσε όμως ότι για τα Δωδεκάνησα και τη Β. Ήπειρο «…έχομεν και τίτλους πολεμικούς και άλλους». Στο παρελθόν είχε επικαλεστεί τη Συνθήκη των Σεβρών για την υποστήριξη των ελληνικών δικαιωμάτων στην Κύπρο, την οποία στην εν λόγω συζήτηση με τον Eden τεχνηέντως παρέλειψε, για να μη φέρει το Βρετανό υπουργό στη δύσκολη θέση να δικαιολογήσει τη θέση της κυβέρνησής του απέναντι στο ζήτημα . Ο Έλληνας πρωθυπουργός περιόρισε έκτοτε τις αναφορές
στην Κύπρο και το ζήτημα ήρθε σε δεύτερη μοίρα στο πλαίσιο των ελληνοβρετανικών συναντήσεων.
(...)
Το ζήτημα της Κύπρου, εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς του, απασχόλησε και το
βρετανικό κοινοβούλιο στις
31 Μαρτίου 1943. Δυστυχώς
συζητήθηκε με εντελώς αρνητικό πνεύμα. Ο λόρδος Farringdon υποστήριξε ότι οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες

και δε θα λάβουν καμία ωφέλεια από την ένωση με την Ελλάδα, αφού παράγουν τα ίδια προϊόντα. Επιπλέον θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να ληφθούν υπ’ όψη και
τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας, που αποτελεί «το εν τρίτον του πληθυσμού».

Προέβη μάλιστα σε πρόταση για ίδρυση αυτόνομου κυπριακού κράτους εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια ο δούκας Devonshire,
υφυπουργός Εξωτερικών για τις αποικίες, υποσχέθηκε την προώθηση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στο νησί, χωρίς καμία νύξη για εκχώρηση στην Ελλάδα.