Καρόκι: Λαογραφικά ζητήματα και η τοπογραφία της περιοχήςΤο Καρόκι είναι το παλιό όνομα; Υπήρχε παλιό όνομα στο χωριό;Υπήρχε παλιό όνομα στο χωριό, αλλά όχι εκεί που είναι το χωριό. Ήταν πιο πάνω λίγο, προς στο βουνό. Το χωριό μου είναι ορεινό, στα εφτακόσια μέτρα περίπου υψόμετρο από τη θάλασσα. Πιο πάνω, δηλαδή ούτε στα διακόσια μέτρα πάνω από το χωριό, ήταν ένα μικρό χωριό, το οποίο λεγότανε Σκουπίτσα.
Είναι δημιουργημένο τα τέλη του 1600 κι αρχές 1700. Τότες είναι το χωριό μου δημιουργημένο. Έχουμε εκεί πέρα… Πώς να στο προσφέρω τώρα; Δείγματα. Δηλαδή αρχαιολογικά πράγματα, να τα πάρουμε έτσι σαν απλά έτσι. Τα οποία δείχνουν ότι υπήρχε ζωή πριν από ’μας σ’ αυτή την περιοχή, σ’ αυτόν τον τόπο. Κεραμικά μικρά, κάπου εκεί μέσα στο χωριό κάτω. Κάτι αγοράκια μικρά, πάνω εκεί στην Σκουπίτσα που σου είπα στο βουνό, το βουναλάκι. Από το σπίτι μου, αυτό το χωριό που το ονόμαζαν Σκουπίτσα, δεν είναι διακόσια-διακόσια πενήντα μέτρα πιο πάνω. Τόσο.
Όταν γίναν τα σύνορα, έγινε ο διαχωρισμός. Πριν ξεκινήσουν να φεύγουνε οι οικογένειες προς την Ελλάδα ή προς τα όπου πηγαίνανε. Πόσες οικογένειες είχε το χωριό; Πόσους περίπου μόνιμους κατοίκους είχε; Πόσες απ’ αυτές τις οικογένειες ήταν ελληνικές, πόσες ήταν αλβανικές;Καμία οικογένεια αλβανική δεν υπήρχε στο χωριό μου.
Στο Καρόκι.Ούτε στη Σμίνετση. Ούτε στην Γριάζδανη. Ούτε στη Μάλτσιανη. Ούτε στις Τσεχνίτσες. Ούτε στη Ζερκουδίτσα. Ούτε στον Άγιο Ανδρέα. Ούτε στη Δίβρη. Μέχρι εκεί που ξέρω, ως εκεί που γνωρίζω. Ούτε κάτω στα χωριά του Βούρκου. Τα χωριά του Βούρκου λέμε απ’ τη Λιβαδειά. Εκεί ήταν και το κέντρο του χωριού μας πριν. Δηλαδή ήτανε σαν δημαρχείο.
Πολύ ωραία. Οπότε πόσες, δηλαδή, ελληνικές οικογένειες είχε το Καρόκι;Το Καρόκι στην αρχή ήταν περίπου πενήντα οικογένειες.
Το 1913 είχε τριακόσια πενήντα άτομα. Που ήτανε το πιο καινούριο. Γιατί; Γιατί το χωριό μου ήταν όλο από οικογένειες που κάτι έχουν κάνει σ’ άλλο χωριό, σ’ άλλη περιοχή και ο νόμος τότες αν έφευγες, ξεπατωνόσουνα από σπίτι, από περιουσίες και από οικογένεια, δε σε κατάδιωχναν πλέον. Και το χωριό μου ήτανε μέσα στο δάσος. Ήταν σαν κρυψώνα. Ήταν ακριβώς σαν κρυψώνα στα δέντρα μέσα, στα πουρνάρια, στις αγριελιές, στις ελιές, τις κουμαριές, ρείκια. Τα πάντα. Ήταν μες στο δάσος. Εκεί άνοιγαν ένα κομμάτι, ο καθένας που μπορούσε, όπου είχε πιάσει και συνέχεια από κει και πέρα είχαν να κάνουν με τους αγάδες, τους Τσάμηδες απέναντι. Οι αγάδες τα ’χαν κατακτήσει αυτά δια της βίας και μετά τα πουλούσανε με χρυσό. Οι χωριανοί μου ήτανε οι περισσότεροι οι παλιοί, πριν το ’40, καλαντζήδες και βαρελάδες. Καλαντζήδες είναι ο γανωματής και αυτοί που κάνουν χαλκώματα, ενώ οι βαρελάδες, ξέρεις. Έχοντας υπόψιν αυτό που είπα ότι οι άνθρωποι είναι μαζώματα, έρχονται από αυτό. Όλες οι φυλές, άλλες είναι απ’ τα Βρυσερά της Δερόπολης, άλλες είναι απ’ του Σωτήρα, άλλες είναι από το Γεωργουτσάτι. Δεν τους θυμάμαι όλους τώρα, αλλά είναι όλοι μαζώματα από τέτοια. Οι Καλτσαίοι. Από το μαχαίρι που έβγαλε εκεί που παρεξηγήθηκε με τον Αγά ο αυτός, έβγαλε το μαχαίρι απ’ την κάλτσα, τα τσουράπια τα μεγάλα. Λένε.
Η ιστορία, ε;Η ιστορία. Έβγαλε τ’ αυτό και τον μαχαίρωσε, και πήρε την οικογένεια και σηκώθηκε και έφυγε κι έφτιασε καλύβα στο Καρόκι για να ζήσει. Έτσι.
Οπότε η ιστορία λέει, δηλαδή, ότι ένας πρόγονός σου μαχαίρωσε έναν Τσάμη.Έναν Αλβανό. Όχι, δεν έχει η περιοχή κείνη Τσάμηδες. Εκεί ήταν Αλβανοί, αγάδες από το Αργυρόκαστρο, από τα οθωμανικά χωριά από εκεί, από το Τεπελένι από πάνω. Προτού του Αλή Πασά η ιστορία αυτή. Προτού του 1800, 1700 τόσο.
Οπότε, εσείς στο Καρόκι οι ελληνόφωνοι, καταλαβαίνατε Αλβανικά.Όσοι πήγαιναν στο σχολεία, ήτοι όσοι δένονταν με κρατικές δουλειές, έπρεπε να ήξεραν Αλβανικά. Δεν μπορείς να λύσεις προβλήματα διαφορετικά. Αλλά τελευταία χρόνια, όσο πηγαίνανε και ήθελαν να εξοντώσουν το ελληνικό στοιχείο. Πώς ήθελαν; Σιγά-σιγά, γίνονταν μόνο η ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά μαθήματα μόνο στις τέσσερις πρώτες δημοτικές τάξεις.
Οπότε εσείς μάθετε να γράφετε και να μιλάτε Αλβανικά;Εγώ, βέβαια. Συζητιέται για μένα; Εγώ έφυγα απ’ το χωριό όταν τελείωσα την Τέταρτη τάξη και σε οθωμανικό σχολείο –σε αλβανικό σχολείο, να το πω έτσι–, στα τσαμοχώρια που ήταν απέναντι, που σου είπα τώρα. Στο Μαρκάτι. Μαρκάτι λέγεται το χωριό. Εκεί είχε εφτατάξιο τότες.
Πώς λέγονταν αυτά τα τσαμοχώρια, ποια χώρα ήταν αυτά;Ελληνικά χωριά ήταν πρώτα. Μετατράπηκαν. Η Γιάνναρη, ήταν Άγιος Γιάννης. Το Λινάτι ήταν Άγιος Νικολάς. Το Μαρκάτι ήταν Άγιος Μάρκος. Και όταν τα κατακτήσαν και μπήκαν οι τσάμηδες και βάλανε οι Τούρκοι τα δικά τους περιορισμούς και τέτοια, τούτοι δέθηκαν πολύ με την τουρκοκρατία και κερδίσανε πάρα πολλά. Αυτοί ήταν πολύ πλούσιοι. Υπολόγισε ότι οι γυναίκες του χωριού μας πηγαίνανε και δούλευαν στα χωράφια των αγάδων. Και γιατί δούλευαν; Για δύο οκάδες, δύο οκάδες καλαμπόκι την ημέρα. Κατάλαβες; Για τόσο πηγαίνανε εκεί πέρα όλη την ημέρα. Από το πρωί, ώσπου βασίλευε ο ήλιος.
Ποια περίοδο αυτό;Αυτό ήταν από ’45 μέχρι το ’57. Και προτού αυτό, έτσι ήτανε. Και προτού το ’45, δηλαδή, έτσι ήτανε συνεχώς. Πηγαίνανε ξύλα στο σπίτι των γυναικών των αγάδων, τους έφτιαχναν ψωμί, τους έφτιαχναν ρούχα στον αργαλειό, τους τα γνέθανε τα μαλλιά, το μαλλί απ’ τα πρόβατα και απ’ αυτό και ό,τι θέλουν να κάνουνε. Τους πήγαιναν λινάματα από σπάρτο ή από λινό από λινάρι για να μπαλώνουν, στη θέση της κουβαρίστρας που έχουμε σήμερα το ράμμα. Κατάλαβες; Πηγαίνανε κάνανε ένα μάτσο, εκατό ράμματα και της έδινε μία οκά καλαμπόκι, λόγου χάρη, ήτοι κάτι παραπάνω, κάτι παρακάτω. Δεν ξέρω πόσο. Αυτά ήταν εκείνη την περίοδος. Αυτό ήταν.
https://archive.istorima.org/interviews ... #segment-1