Ιδιοφυές. Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο νου όταν γίνεται λόγος για το συγκεκριμένο έργο. Η «Θηλιά» συνιστά ίσως το τολμηρότερο πείραμα του Χίτσκοκ, μεγαλύτερο ακόμα και από εκείνο του “Lifeboat” ή του “Dial M For Murder” (για τα οποία μιλήσαμε στο πρώτο μέρος της κατάταξης μας). Η ταινία αποπνέει σκηνοθετική μεγαλοφυΐα όσο ελάχιστα φιλμ στην ιστορία του κινηματογράφου, δείχνει όμως ταυτόχρονα πως ο Χίτσκοκ είχε τα κότσια να δοκιμάσει πρωτοποριακές τεχνικές και να πειραματιστεί, κατά τη διάρκεια μιας εποχής που δέσποζαν οι χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές. Πραγματικά το “Rope” είναι πολύ μπροστά για την εποχή του, αλλά και για τα τωρινά δεδομένα ακόμα: αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με εναλλακτικό, underground κινηματογράφο, μα με έργο που προβαλόταν στις mainstream αμερικανικές αίθουσες.
Και αυτό ενώ ο «Χιτς» είχε μόλις αποκοπεί από τον «πολύ» David O. Selznick, τον παραγωγό των επιτυχιών, και είχε αποφασίσει να δημιουργήσει τη δική του, αυτόνομη εταιρία παραγωγής ταινιών.
Πέτυχε λοιπόν το πείραμα? Ναι και όχι. Σε επίπεδο εμπορικό τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Το πλήθος δεν ήταν συνηθισμένο σε τέτοιου είδους ταινίες – κάτι που πιστεύω θα ίσχυε αν προβαλλόταν η συγκεκριμένη ταινία και στις μέρες μας. Ωστόσο σε επίπεδο σκηνοθετικής δημιουργίας η ταινία συνιστά έργο τέχνης, κυριολεκτικά.
Ουσιαστικά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που εξελίσσεται σε διάρκεια πραγματικού χρόνου. Σου δίνεται η αίσθηση πως απουσιάζει πλήρως η διαδοχή των πλάνων, και αυτό που βλέπεις είναι μία και μοναδική σκηνή, από την αρχή ως το τέλος, που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου σα να βλέπεις μια θεατρική παράσταση χωρίς διαλείμματα και χωρίς εναλλαγή σκηνών. Η κάμερα κινείται αριστοτεχνικά μέσα στον χώρο και φαίνεται να μην υπάρχουν cuts, δίνοντας την αίσθηση μιας μοναδικής συνέχειας – λες και βρίσκεσαι ο ίδιος μέσα στον χώρο, κρυμμένος κάπου, και παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα, προσεκτικά, δίχως να πάρουν χαμπάρι πως τους κατασκοπεύεις.
Η ιστορία είναι επιβλητική μέσα στην απλότητα της. Δύο άντρες φονεύουν (με τη χρήση μιας θηλιάς) έναν γνωστό τους, έχοντας τον προσκαλέσει σπίτι τους. Στη συνέχεια τον τοποθετούν σε μια κάσα, και πάνω στην κάσα έχουν τη διεστραμμένη ιδέα να τοποθετήσουν κηροπήγια, ποτήρια και άλλα πράγματα, μετατρέποντας τη σε τραπέζι. Σα να μην έφτανε αυτό, αποφασίζουν να προσκαλέσουν τους ανυποψίαστους φίλους τους (και φίλους του θύματος) σπίτι για ένα κοσμικό πάρτι! Καταφτάνουν λοιπόν οι ανυποψίαστοι επισκέπτες, ένας ένας, αγνοώντας πλήρως πως κάτω από τα ίδια τους τα μάτια, στο ίδιο το σαλόνι που πίνουν, συζητούν και παίζουν μουσική, βρίσκεται κρυμμένο ένα πτώμα! Όλα αυτά για την σαδιστική ευχαρίστηση που προκαλεί στον άνθρωπο-εγκέφαλο του εγκλήματος η ιδέα να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις εντυπώσεις τους…
Μεταξύ άλλων τίθεται ένα ενδιαφέρον ζήτημα ηθικής, επηρεασμένο από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία (ή μια συγκεκριμένη , ελαφρώς στρεβλωμένη, ανάγνωση της), σχετικά με την δικαίωση ή όχι πράξεων από ανθρώπους «πέρα από το καλό το κακό», οι οποίοι «δεν ανήκουν στο κοπάδι» και ως τέτοιοι, μπορούν να θέτουν τη δική τους, ατομική ηθική πάνω από εκείνη της μάζας.
Είναι έκδηλο εξάλλου το ομοφυλοφιλικό υπόβαθρο, μεταξύ των δύο φονιάδων – κάτι που θα επαναλάμβανε ο σκηνοθέτης, αν και σε χαμηλότερους τόνους, στο “Strangers on a Train” – οι δύο πρωταγωνιστές του έργου υπήρξαν όντως ομοφυλόφιλοι στην πραγματική ζωή. Μία ακόμα τολμηρή κίνηση εκ μέρους του Χίτσκοκ, σε μια εποχή που θέματα όπως αυτό απαγορευόταν δια ροπάλου να προβληθούν στην οθόνη. Η παρουσία του James Stewart εξισορροπεί την κατάσταση, δρώντας ως ο καταλύτης του δράματος, εκείνος που εξιχνιάζει το έγκλημα.
Η ταινία πηγάζει από αντίστοιχο θεατρικό με το ίδιο όνομα (του 1929), ενώ η ιδέα είχε ξεπηδήσει από ένα αληθινό περιστατικό, τον φόνο ενός 14χρονου από δύο φοιτητές, εν έτει 1924.
Να συμπληρώσω, τέλος, πως το σκηνικό με τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης να διαφαίνονται έξω από τα επιβλητικά παράθυρα και να καλύπτονται σταδιακά στις αποχρώσεις του δειλινού, ανήκει στα εντυπωσιακότερα που έχτισε ο Χίτσκοκ, στημένο εξ’ ολοκλήρου για χάρη της ταινίας, και είναι ένα από τα ομορφότερα που έχω δει ποτέ μου. Πραγματικά θα επιθυμούσα πολύ να βρίσκομαι σε αυτό το ρετιρέ, ατενίζοντας αυτή την υπέροχη θέα, ενώ έξω απλώνεται η νύχτα και λαμποκοπούν τα κτίρια, διώχνοντας πέρα τις σκιές…